- κεχρωσμένον
- χρώζωperf part mp masc acc sgχρώζωperf part mp neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χρώζω — ΜΑ, και χροΐζω και ποιητ. τ. χροιίζω Α [χρόα / χροιά] 1. αγγίζω, ψηλαφώ, χαϊδεύω 2. χρωματίζω, προσδίδω χρώμα σε μια επιφάνεια (α. «λευκὸν ἢ μέλαν ἢ κοινῶς κεχρωσμένον», Σέξτ. Εμπ. β. «τὸ χρῶζον ἡμῶν τὰ σώματα φυσικῶς», Αριστοτ.) αρχ. 1.… … Dictionary of Greek